υπερφαλάγγιση

υπερφαλάγγιση
[-ις (-εως)] η
1) воен, охват, окружение, обход с флангов; 2) перен. превосходство, перевес

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υπερφαλάγγιση" в других словарях:

  • υπερφαλάγγιση — η / ὑπερφαλάγγησις, ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α [υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ] η επέκταση τής φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα τής εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών… …   Dictionary of Greek

  • υπερφαλάγγιση — η κύκλωση του ενός άκρου της εχθρικής παράταξης, η υπερκέραση: Ύστερα από την υπερφαλάγγιση παραδόθηκε η εχθρική διμοιρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… …   Dictionary of Greek

  • υπερκέραση — η / ὑπερκέρασις, άσεως, ΝΜΑ, και ὐπερκέρωσις ΜΑ [ὑπερκερῶ] στρ. ελιγμός μάχης κατά τον οποίο οι επιτιθέμενοι προωθούν ορισμένες δυνάμεις τους από τα πλάγια τού κυρίως μετώπου και υπερφαλαγγίζουν τις εχθρικές δυνάμεις, αλλ. υπερφαλάγγιση …   Dictionary of Greek

  • υπερφαλάγγησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ βλ. υπερφαλάγγιση …   Dictionary of Greek

  • υπερφαλάγγωσις — ώσεως, ἡ, Α βλ. υπερφαλάγγιση …   Dictionary of Greek

  • υπερφαλαγγίωσις — ώσεως, ἡ, Α βλ. υπερφαλάγγιση …   Dictionary of Greek

  • υπερκέραση — η η υπερφαλάγγιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»